μουζικάντης

μουζικάντης
ο музыкант

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μουζικάντης" в других словарях:

  • μουζικάντης — και μουσικάντης, ο 1. (συν. υποτιμητικά) μουσικός 2. ασήμαντος οργανοπαίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musicante, μτχ. τού musicare «μελοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • μουζικάντης — ο (λ. ιταλ.), ασήμαντος μουσικός, οργανοπαίχτης: Στο πανηγύρι μαζεύτηκαν όλοι οι μουζικάντηδες της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσικάντης — ο ο μουζικάντης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»